credential$17518$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

credential$17518$ - translation to ελληνικό

Credential Service Provider (CSP); Credential Service Provider

credential      
n. πιστοποιητικό

Ορισμός

credentials
n. pl.
Testimonials, vouchers, certificates.

Βικιπαίδεια

Credential service provider

A credential service provider (CSP) is a trusted entity that issues security tokens or electronic credentials to subscribers. A CSP forms part of an authentication system, most typically identified as a separate entity in a Federated authentication system. A CSP may be an independent third party, or may issue credentials for its own use. The term CSP is used frequently in the context of the US government's eGov and e-authentication initiatives. An example of a CSP would be an online site whose primary purpose may be, for example, internet banking - but whose users may be subsequently authenticated to other sites, applications or services without further action on their part.